ἐξευτελίζεις

ἐξευτελίζεις
ἐξευτελίζω
reduce
pres ind act 2nd sg
ἐξευτελίζω
reduce
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”